Ποια στάδια ανάπτυξης πρέπει να γνωρίζουμε, ώστε να εκπαιδεύουμε σωστά τα παιδιά μας;

Από πότε πρέπει να αρχίζει η εκπαίδευση ενός παιδιού; Πότε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα θεωρείται επιτυχές; Ποια δεδομένα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων;

 

Η απάντηση τουλάχιστον από την πλευρά των νευροεπιστημών είναι ότι η εκπαίδευση θα έπρεπε να αρχίζει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Αυτό, γιατί παρόλο που ο εγκέφαλος έχει μεγάλη πλαστικότητα, υπάρχουν προκαθορισμένα στάδια ανάπτυξης, κατά τα οποία ο εγκέφαλος είναι βιολογικά έτοιμος για την κατάκτηση μιας ικανότητας, τα λεγόμενα «παράθυρα ευκαιριών» και είναι τα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια των οποίων δημιουργούνται τα πρώτα νευρωνικά δίκτυα.

 

Αν δεν εγκατασταθούν τα πρώτα νευρωνικά δίκτυα  σε αυτό το διάστημα, τότε ενδέχεται το άτομο αυτό να μην μπορέσει ποτέ να αναπτύξει μια ικανότητα ή να την αναπτύξει ατελώς. Αυτή η περίοδος ορίζεται από τους ειδικούς ανάμεσα από τη γέννηση και τα έξι χρόνια (και έως τα 10 για τη μουσική ικανότητα).

 

Ας ρίξουμε μια ματιά στα παράθυρα ευκαιρίας στον άνθρωπο σύμφωνα με τον Begley (1996-1997):

 

  • Συναισθηματική ωρίμανση: 0 έως 2
  • Όραση: 0 έως 2
  • Κοινωνικοποίηση: 0 έως 2
  • Γλώσσα: 0 έως  4  
  • Ξένη Γλώσσα: 0 έως 6
  • Μαθηματικά – Λογική: 1 έως 4  
  • Μουσική: 3 έως 10

        

 

Η παιδική ηλικία επομένως, θεωρείται η πιο κατάλληλη περίοδος για να προσφερθούν στον εγκέφαλο του παιδιού πλούσια ερεθίσματα τα οποία θα αποτελέσουν τη βάση για την περαιτέρω ανάπτυξή του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι προαναφερθείσες ικανότητες δεν μπορούν να μεταβληθούν και στην πορεία της ζωής ενός ατόμου. Εάν ωστόσο τα αρχικά νευρωνικά δίκτυα «δεν συνδεθούν» σωστά, θα υπάρξει πρόβλημα, καθώς οι μετέπειτα αλλαγές θα συντελούνται στα ήδη υπάρχοντα «ελλατωματικά» νευρωνικά δίκτυα.

 

Στην ηλικία των δύο ετών λοιπόν, ο εγκέφαλος ενός παιδιού περιέχει δύο φορές περισσότερες συνάψεις και καταναλώνει δύο φορές περισσότερη ενέργεια από τον εγκέφαλο ενός φυσιολογικού ενήλικα.

 

Αυτό που επιφέρει η πρώιμη εκπαίδευση των ικανοτήτων μοιάζει με ταχυδακτυλουργικό κόλπο. Οι συνάψεις που δεν χρησιμοποιούνται, πράγμα που οφείλεται βέβαια και σε μεγάλο βαθμό στα γονίδια και όχι μόνο στο περιβάλλον, καταργούνται (απόπτωση). Παιδιά που μεγάλωσαν με ζώα και δεν είχαν σε αυτή τη φάση της ανάπτυξης τους επαρκή ποιότητα και ποσότητα ερεθισμάτων, δεν κατέκτησαν τη γλώσσα και δεν συμπεριφέρθηκαν τελικά ως ανθρώπινα όντα καθώς δεν σχημάτισαν ποτέ τις κατάλληλες ανακατατάξεις στους νευρώνες  του εγκεφάλου  τους.

 

Αλλά τι ακριβώς εννοούμε όταν λέμε πλούσιο σε ερεθίσματα περιβάλλον, δεδομένο ότι στα γονίδια μας επί του παρόντος και προσωπικά δεν μπορούμε να επέμβουμε; Τη δεκαετία του 60 η Marian Diamond και οι συνεργάτες της, παρατήρησαν δύο ομάδες ποντικιών. Η μια ομάδα ήταν εκτεθειμένη σε πλούσια περιβαλλοντικά ερεθίσματα και η άλλη σε φτωχά από ερεθίσματα περιβάλλον. Αυτό που αποκαλύφθηκε ήταν ότι τα ποντίκια που είχαν τοποθετηθεί  στο πλούσιο περιβάλλον, ο εγκέφαλος τους έγινε μεγαλύτερος και απέκτησε πιο σύνθετες δομές, με αποτέλεσμα- εκλαϊκεύοντας- τα ποντίκια να γίνουν πιο έξυπνα. Η ιδέα αυτή διαδόθηκε ταχέως και υπήρξε η τάση να διαμορφώνονται τα παιδικά δωμάτια των μωρών με χρώματα και πολλά και διαφορετικά παιχνίδια. Ωστόσο την διαφορά στις δομές του εγκεφάλου την έκανε το παιχνίδι και η συναναστροφή με τα άλλα ποντίκια και τη «ζημιά» η απομόνωση. Επομένως, όταν συζητάμε για πλούσιο περιβάλλον δεν εννοούμε τα υλικά αγαθά που τους παρέχουμε, αλλά τον ποιοτικό χρόνο που δίνουμε στα παιδιά μας καθώς και τις δυνατότητες συναναστροφής τους με συνομηλίκους τους και ελεύθερο παιχνίδι.

 

Η γνώση λοιπόν όλων των παραπάνω αποτελεί όχι μόνο καθήκον όλων των εκπαιδευτικών, αλλά και των γονέων που θέλουν να προσφέρουν στα παιδιά τους, αλλά δεν ξέρουν πως.

 

Γιώργος Λούκας

Ειδικός Σύμβουλος Μάθησης